-
1 грузить
-
2 грузить
грузитьнесов φορτώνω, ἐπιβιβάζω/ μπαρκάρω (тк. на судно). -
3 грузить
1. (наполнять что-л грузом) φορτώνω 2. (помещать груз куда-л.) τοποθετώ το φορτίο (κάπου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грузить
-
4 грузить
[γκρουζίτ"] ρ. φορτώνω -
5 грузить
[γκρουζίτ"] ρ φορτώνω -
6 грузить
гружу, грузишь κ. -ишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. груженный, βρ: -жен, -а, -о κ. груженный, βρ: -жен, -жена, -жено, ρ.δ.μ.1. φορτώνω, φορτίζω• (για πλοίο) μπαρκάρω, επιβιβάζω.2. τοποθετώ φορτίο.φορτώνομαι, φορτίζομαι• επιβιβάζομαι, μπαρκάρω. -
7 погружать
1. (грузить) φορτώνω 2. (опускать в жидкость) εμβαπτίζω, βυθίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погружать
-
8 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
9 насыпь
1. (возвышение) το ανάχωματο επίχωμα2. (форма груза) το χύματοχύδηνгрузить - ю φορτώνω χύδην/χύμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насыпь
-
10 партия
1. (определённое количество каких-л. товаров, предметов и т.п.) η παρ-τίδ/α 2. (одна игра) η παρτίδα, το παιγνίδι 3. (политическая организация) το κόμμα 4 муз. η (μουσική) παρτίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партия
-
11 продовольствие
-я ουδ.1. τα τρόφιμα•грузить продовольствие φορτώνω τρόφιμα.
2. παλ. εφοδιασμός με τρόφιμα•продовольствие войск εφοδιασμός των στρατευμάτων με τρόφιμα.